Σ΄αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε
Τα δύσκολα μα και γλυκά χρόνια της Παλιάς Καστοριάς, τότε που οι νοικοκυρές έπλεναν στην άκρη της λίμνης και αγνάντευαν τους ψαράδες που επέστρεφαν στις αυγατές με την ψαριά τους, αλλά και τα λίγο νεότερα, πριν την εμφάνιση του ηλεκτρικού ρεύματος και του ραδιοφώνου, ο τρόπος διασκέδασης και επικοινωνίας διέφερε πάρα πολύ από το σημερινό. Τα καρναβάλια, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, οι ονομαστικές εορτές, και κάποια πανηγύρια ήταν οι ευκαιρίες να διασκεδάσει και να τραγουδήσει ο κόσμος της Καστοριάς. Επειδή όμως η ανάγκη για αυτό τον τρόπο έκφρασης ήταν μεγάλη διοργανώνονταν οι γνωστές σε όλους Βεγγέρες.
Οι Βεγγέρες ήταν μικρές συνάξεις κοντινών συγγενών και φίλων για φαΐ και γλέντι. Γινόταν συνήθως τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες στα σπίτια που τις πιο πολλές φορές είχαν και ειδική διαρρύθμιση από την κατασκευή τους για τέτοιου είδους συνευρέσεις, Ακόμη και χώρο για ορχήστρα είχαν προβλέψει σε αρκετές σάλες Αρχοντικών.
Οι οικοδεσπότες με χαμόγελο και καλοσύνη υποδεχόταν τους προσκεκλημένους που σιγά σιγά κατέφταναν. Αφού συγκεντρωνόταν όλοι ακολουθούσε από την οικοδέσποινα το κέρασμα του γλυκού του κουταλιού για να δώσουν όλοι με γλυκό στόμα τις πρώτες ευχές. Μετά από λίγο ακολουθούσαν οι μεζέδες που την εποχή εκείνη ήταν τηγανιές χοιρινές, λουκάνικα σπιτικά καθώς και τραγανές (Καρτσανιστές) Καστοριανές πίτες. Ακολουθούσαν φρούτα εποχής, μήλα, κάστανα και ξηροί καρποί, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, μα εκείνο που όλοι περίμεναν με περιέργεια για την επιτυχία του, ήταν το κόκκινο κρασί για να ζεστάνει ακόμα περισσότερο τη συντροφιά.
Το πρώτο τραγούδι της βραδιάς ακουγόταν από τους οικοδεσπότες που ήταν το τραγουδιστό καλωσόρισμα «Φίλοι καλωσορίσατε χίλιοι και δυό χιλιάδες», ενώ απαντούσαν οι προσκεκλημένοι «Εμείς εδώ δεν ήλθαμε να φάμε και να πιούμε μόνον για την αγάπη σας και να σας ευχηθούμε» και με το τραγούδι των ευχών άναβε η όρεξη για γλέντι.
Ο μεγαλύτερος της παρέας άρχιζε με ένα επιτραπέζιο Καστοριανό «Σαρανταπέντε Κυριακές κι εξηνταδυό Δευτέρες,, δεν είδα την αγάπη μου, δεν είδα την καλή μου». Σε λίγο ο πιο εύθυμος της παρέας άρχιζε ένα πιο γρήγορο σκοπό τραγουδώντας «Τρία καροφύλλια τζάνεμ τρία καροφύλλια άιντε σ’ ένα κλωνάρι». Επίσης απαραίτητο τραγούδι της βραδιάς ήταν και η Εβραιοπούλα «΄Ενα Σαββάτο βράδυ ντα βάι βάι μια Κυριακή πρωί βγήκα να σεργιανίσω στο Εβραίικο το τσαρσί» και αν κατά τύχη το σπίτι που γινόταν η Βεγγέρα ήταν κοντά στον Εβραίικο μαχαλά, το τραγουδούσαν πιο δυνατά για να ακούνε οι Εβραιοπούλες. Επίσης από τα τραγούδια που ακουγόταν ήταν και «Του Παπά Μανιού», «Η Νέτα του Φασιούλα» «Εμένα η μάνα μου με είχε χαδιάρα και κανακάρα» τραγούδια από την καθημερινή ζωή της Καστοριάς, καθώς και τραγούδια για τα αγαπημένα τους πρόσωπα που ήταν ξενιτεμένα.
Τα παιδιά που παρακολουθούσαν τα καμώματα των μεγαλύτερων μαζί με τις ιστορίες που τα συνόδευαν, σιγά σιγά νύσταζαν και πήγαιναν για ύπνο όλα μαζί σε ένα δωμάτιο στρωματσάδα, ενώ τα τραγούδια και οι μουσικές των μεγαλύτερων τους νανούριζαν γλυκά.
Καθώς γλυκοχάραζε το κέφι δεν έπεφτε τις περισσότερες φορές και το ρεπερτόριο των τραγουδιών προσαρμόζονταν ανάλογα, ενώ έξω στις αυλές τραγουδούσαν «Γλυκοχαράζει η χαραυγή κ’ οι όμορφες κοιμούνται» και μέσα στη μέθεξη του γλεντιού και της χαράς αποκοιμιόταν όλοι μαζί στρώνοντας καταής στη σάλα του σπιτιού.
Κώττας Παναγιώτης