“Κουσιεύοντας κα’ τό τσιαρσί να μπώ με την αράδα
Ξάφνου καρσί αντίκρυσα μια Νεραΐδο-λιμνάδα,
στο μπουζμπουνάρι κάθονταν ανεμικό μονάχο,
Μπιρμπιλομάτω, χόσικια με αγκαζέ τον Βάκχο.
Θαρρώ μπιλίτσκες να κρατά, νερό δροσιά σε γκιούμι,
στην Παταρίτσα ρίχτηκε ραγκούτσαρος στο κιούγκι.
Στάθηκα αμαρούκοτος το ξόρκι να σκαρώσω,
αγιάμι λίβας μ’έζωσε στο γκούσμανο να σώσω,
…Ζεί και βασιλεύει… μπαρμπάλισα μια ψίχα,
ο Γκεμιτζής με σκούντιξε και μ’ έκοψε τον βήχα.
Το ραγκουτσάρικο στοιχειό μας γιόμισε μπελάδες
μα νάσου αναριχτήκαμε γίνκαμε ΝΑΪΑΔΕΣ.”
Οι Ναϊάδες κατά την ελληνική μυθολογία ήταν νύμφες των γλυκών νερών, πηγών (κρηνών), ποταμών, ήταν οι Νύμφες της λίμνης είναι οι νύμφες των ρεμάτων και βάλτων και όπως όλες οι νύμφες, απεικονίζονται ως όμορφες νεαρές γυναίκες, οι οποίες συνήθως κρατούν αμφορείς με νερό. Οι Ναϊάδες δεν θεωρούνταν αθάνατες, καθώς η πεποίθηση που κυριαρχούσε ήταν ότι όταν το σώμα νερού (πηγή, ρέμα κτλ.) μιας νύμφης στέρευε, τότε πέθαινε και η ίδια.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι νύμφες θεωρούνταν κατώτερες θεότητες λόγω της σχέσης τους με τα στοιχεία της φύσης και ειδικότερα για το ζωτικό στοιχείο του νερού. Δεδομένου ότι το νερό είναι υψίστης σημασίας για τον άνθρωπο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ναϊάδες λατρεύονταν ευρέως, κυρίως ως προστάτιδες των νεαρών γυναικών. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τα νερά στα οποία ζούσαν οι νύμφες είχαν θεραπευτικές και μαντικές ιδιότητες.
Οι νύμφες του νερού κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες στην Αρχαία Ελληνική μυθολογία: τις Ωκεανίδες, τις Νηρηίδες και τις Ναϊαδες. Η διάκριση μεταξύ τους δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά κατά κανόνα, ως Ωκεανίδες ορίζονται οι 3000 κόρες του Ωκεανού, Νηρηίδες λέγονται οι 50 κόρες του Νηρέα, ενώ με τον όρο Ναϊαδες γίνεται αναφορά στις αμέτρητες κόρες των ποταμών. Ως αποτέλεσμα, η διάκριση μεταξύ των Ωκεανίδων και των Ναϊάδων, οι οποίες είναι επίσης νύμφες του γλυκού νερού, είναι δύσκολη υπόθεση. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι οι Ποταμοί (θεότητες των ποταμών) είναι παιδιά του Ωκεανού, μπορούμε καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι Ναϊάδες είναι οι ανιψιές των Ωκεανίδων.
Αναλόγως του τύπου ονομάζονταν Πηγαίες, Κρηναίες ή Κρηνίδες, Ποταμίδες, Λιμνάδες ή Λιμνακίδες, Ελειονόμοι κτλ. Ίσως κατά περίπτωση να ήταν κακά πνεύματα αλλά κατ΄ευφημισμό τις λέγαν και καλές Νάβες δηλ. καλές Νύμφες. Δεν έπρεπε να τις πιάνει κανείς, το όνομά τους στο στόμα του. Θεωρούνταν ότι κατοικούσαν στους κάμπους και στα βουνά, στις στέγες των σπιτιών, στα δέντρα, στα ποτάμια και τις πηγές, στη θάλασσα και τις λίμνες. Στην Καστοριά αναφέρονται στις πηγές στο Μπουζμπουνάρι, στο Κιούγκι, στο νερό του Τζάμου και στη Κρεπενή. Σύμφωνα με την λαϊκή μούσα, έχουν υπέροχα κορμιά, μακριά μαύρα μαλλιά, σπινθηροβόλα φωτεινά βλέμματα και τέτοια εκπληκτική ομορφιά, που όταν κάποια νέα ήταν πολύ όμορφη, την παρομοίαζαν με νεράιδα, έκφραση που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται συχνά. Πολλές φορές μεγάλες και ξαφνικές κακοκαιρίες ή κακοδαιμονίες αποδίδονταν στην υποτιθέμενη παρουσία ή ακραία συναισθηματική κατάστασή τους. Όπως ήταν φυσικό η λαϊκή δεισιδαιμονία κατασκεύαζε το ανάλογο ξόρκι κατευνασμού το οποίο θα έπρεπε να ψιθυρίζεται την ώρα του κακού: «Μέλι και γάλα, μέλι και γάλα, μέλι και γάλα, Καπ’ εδώ πέρασεν ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Ζη και βασιλεύει, ζη και βασιλεύει, ζη και βασιλεύει…» εδώ συναντάται και η σχέση με τον ΜεγαΑλέξανδρο, τον οποίο βοήθησαν με τις δυνάμεις του να επεκτείνει τις κατακτήσεις και το κράτος του, αλλά όταν έπεσαν στην δυσμένειά του, τον οδήγησαν στην καταστροφή και έκτοτε μετανιωμένες αναζητούν νέα του. Επίσης οι Ναϊάδες, όπως και όλες οι νύμφες, δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικές, αφού πολλές φορές όσοι τις συναντούσαν δεν γύριζαν ποτέ πίσω, αλλά και γιατί με την παραμικρή πρόκληση θα ζητούσαν εκδίκηση. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Ελεινόμες (ή Ελειάδες), Ναϊάδες των ελών, παρέσερναν τους ταξιδιώτες με οράματα των αγαπημένων τους προσώπων. Οι άτυχοι θνητοί χάνονταν μέσα στους βάλτους και δεν γύριζαν ποτέ σπίτι.
λεξιλόγιο:
Κουσιεύοντας = τρέχοντας
καρσί = απέναντι, αντίκρυ
Νεραΐδο-λιμνάδα= Νεράϊδα της Λίμνης – Ναϊάδα
μπουζμπουνάρι = η πηγή του βουνού δίπλα στο σημερινό κτίριο που φιλοξενούσε -εί τον Αγροτικό Συναιτερισμό.
ανεμικό= στοιχειό που κυματίζει – στροβιλίζεται
Μπιρμπιλομάτω = με σαγηνευτικά όμορφα μάτια
χόσικια = αστεία
μπιλίτσκες = λουκάνικα λεπτά με χοιρινό κρέας
γκιούμι= μεταλικό δοχείο με χερούλι για την μεταφορά νερού – υγρών
Κιούγκι = τοπονύμιο με πηγαίο νερό
αμαρούκοτος= πανικόβλητος
αγιάμι =ευνοϊκός ευχάριστος άνεμος
γκούσμανο= λάρυγκα, λαιμό
μπαρμπάλισα = μουρμούρισα , μίλησα
ψίχα = λίγο
Γκεμιτζής = κυβερνήτης καπετάνιος του καστοριανού καραβιού