Το τραγούδι της Καστοριάς[1]
«Όλοι και όλα τραγουδούν στην Καστοριά. Τα τοπία της και οι άνθρωποι, η παράδοση κι η ιστορία, η λίμνη της που απλώνεται απέραντη και γκριζογάλανη, οι άσπροι γλάροι της που φτερουγίζουν, οι πάπιες που ορθόπλωρες ταξιδεύουν στα νερά της. Όλα είναι στην Καστοριά ένα μουσικό φανέρωμα κι ένα τραγούδι. Το τραγούδι της Καστοριάς. Το δημοτικό Καστοριανό τραγούδι. Το τραγούδι που εκφράζει τους πόθους και τη σκέψη τους, τους πόνους και τη χαρά τους.»[2]
Η Καστοριά είναι έρωτας! Η λίμνη είναι έρωτας! Έρωτας που μαγκώνει και αγκυλώνει, που χαρίζει και λυτρώνει! Δεν θα βρεις πουθενά στον κόσμο, σε καμιά λιμνούπολη, αυτή την απόλυτη σχέση εξάρτησης ανάμεσα στον άνθρωπο και την ουσία του τοπίου.
Ενός τοπίου τρισδιάστατου, απτού, αισθητού και αισθητικού. Ενός τοπίου που αγγίζεται και συνάμα σε αγγίζει. Τέτοιο που στην θέα του γίνεται εικόνα ο πλαταγισμός του κουπιού, ο λυγμός της αγάπης, το θρόισμα του αποχαιρετιστήριου μαντιλιού, ο κροταλισμός των γονάτων της γηραιάς μετάνοιας, το κρώξιμο της γκάλιας[3], το γλωσσομπέρδεμα «αραδιαστήτεκιομπερντεςειναικοντοςαμπρεπαιδιακαιμαλωνειοπεθερος», το «ραπραπ-παραπαραπραππραπ» του στούρκου[4], το «τακ-τακ-τακατακατακα-τακ-τακ» του σταματωτά[5], ο αχός από τα μπουριά[6] στα ραγκουτσάρια.
Ένα τοπίο που το πήδημα του μπάκακα[7], οι σπείρες της νεροφίδας, η υπόκλιση των κύκνων, ο μετεωρισμός του πάγιαγκα[8], το γλύστρημα του καραβιού, το «σκιαγμένο» σύννεφο που τρέχει γοργά σπρωγμένο απ’ τον Πρεσπάρη[9], ο ματς(ι)αρόκος[10] που τεντώνεται μπροστά από τα εικονίσματα, ο μπούμπανος[11] που παλεύει με τη μέλισσα για μια μπουκιά γύρη, το αέναο χειροκρότημα των φύλλων της λεύκας και του τσιναριού[12]» σα μπαίνει μέσα τους ο καλοχτένης[13], γίνονται πινελιές εικαστικές σε έναν ατλάζινο καμβά, διάσπαρτο από ασπαίροντα βουνά, αγριόκρινα, μολόχες και καρόφυλλα[14], γαιοκόκκινα βήσσαλα[15], γάργαρα καλντερίμια, βλοσυρά βλέμματα αγίων.
Τοπίο που νοστιμεύεται. Νοστιμεύεται ξανθούς σαρμάδες[16], μπαμπάτσκες[17] μπιλίτσκες[18], τριζάτες αρμιόπιτες[19], βελούδινο μακάλο[20], καρσιλαμά από το γριβάδι στον ταβά κι απ’ τον μουστακαλή τον γουλιανό στο καυτερό τηγάνι, σγουρό γκαϊκανά[21], και όλα αυτά αντάμα ν’ αρμενίζουν σε θάλασσες κρασιά, κόκκινα, αιμάτινα, σε μαστραπάδες και καυκόπουλα[22] ή και που καμιά φορά γκουρλώνουνται[23] κατ’ ευθείαν από την μπουκάλα στον γκούσμανο[24], ανάσκελα, καταμεσής στην ούλτσα[25].
Κι η πολιτεία κομμάτι του αναπόσπαστο. Με τα περήφανα μακεδονίτικα αρχοντικά, τα ντελικάτα νεοκλασσικά, τα ταπεινά μα χαρούμενα λαϊκά σπίτια. Όλα κοκκινοκέφαλα, αγκαλιασμένα χύνονται δεξά-ζερβά του λόφου, μέχρι κάτω στην ακρολιμνιά, στις αβγατές, να βραχούν να ζωντανέψουν, να δροσίσουν κήπους και μπαξέδες, και πότε με την κατασταλαή[26], ξαναμμένους κροτάφους από τη βάχτη[27] ή τον έρωτα τον εμπρηστή.
Με μαχαλάδες ξέχειλους από παιδιά που παίζουν, γελάνε, περιγελάνε, μαλώνουν, φιλιώνουν, ονειρεύονται, ερωτεύονται. Με τις μητέρες γύρω γύρω στα κατώφλια πότε να κρατούν στα χέρια γλυκά, καλούδια, δεκατιανά και απογευματινά να φάνε τα καμάρια τους να σαρκωθούνε, ή πότε να κρατούν βίτσα ή τσουκνίδα να «περιποιηθούν» μια πολύωρη, αναίτια συνήθως, απουσία που τις έκανε και βάλανε κακό με το νου τους.
Με τα γουναράδικα να σφύζουν από ζωή και ήχους, συμφωνίες, πειράγματα, λογιστική στο πακέτο από τα τσιγάρα, τραγούδια αντάμα από αφεντικά και τσιεράκια[28]. Αραδιασμένες στα προσήλια σταματούρες[29] με τον μόχθο καρφωμένο πάνω τους. Από κοντά και οι μηχανές, πιο παλιά με το ποδάρι και πιο τωρινά με το ληχτερικό[30], να τραγουδάνε ράβοντας σφιχτά, μαεστρικά, τους χορδάδες[31] και τα δέρματα που θα φτάσουνε μετά στις άκρες της οικουμένης, περίτεχνα γουναρικά, και θα φέρουν πίσω παράδες και χαροκοπιές για να ζεστάνουν το σήμερα και να σιγουρέψουν το αύριο.
Με τα εμπορικά της και τα καφενεία της, και τα παζάρια της. Γεμάτα κόσμο κι εμπορεύματα. Γεμάτα χαμόγελα και περγέλια. Κάποτε με εκκλησίες, συναγωγές και τζαμιά αντάμα, γεννήματα του ίδιου τόπου. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι, κι ας ονομάτιζε ο καθένας τον θεό του όπως ήθελε. Κι ας έμειναν κάποιοι ανάμνηση πια σαν αποξέστηκαν βάρβαρα στην ιστορία από «άλλους[32]».
Με τις γιορτές της και τα έθιμά της. Βεγγέρες, μπουμπούνες[33], Κλήδονες και τόσα άλλα. Με τα σεργιάνια στον Αϊ-Θανάση και την «Έλλη», στο Τσαρσί, στη βόρεια παραλία. Με τους αβάσταχτους ξενιτεμούς και τους ανείπωτους από χαρά νόστους. Με την Μεγάλη Αρχαία Συγχώρεση τα «Ραγκουτσάρια».
Αυτό το τοπίο και ο τόπος, όπως ήταν τραγούδησαν και τραγουδήθηκαν. Όλα αυτά έγιναν νότες και μελίσματα και ταξίδεψαν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Κάποια απολησμονήθηκαν τελείως. Κάποια πάλι σώθηκαν. Σαν ψίθυροι. Σαν σκιές. Πότε σαν λόγια και γραφές, πότε σαν σκόρπιες νότες, πότε σαν δάκρυ στην αδύναμη γεροντική μνήμη, πότε σαν σπαράγματα σε παλαιές εφημερίδες ή φθαρμένα χειρόγραφα και ξεχασμένες εκδόσεις.
Η Καστοριά τραγουδάει ακόμη και σήμερα σε πείσμα των ηλεκτρονικών καιρών και της δήθεν ευζωϊκής «εσωστρέφειας» του καναπέ και του διαμερίσματος. Σε πείσμα όλων εκείνων των νεωτερισμών που κάνουν το τραγούδι της να φαίνεται λαθραίο και παράκαιρο. Για την σημερινή Καστοριά, όπως κι αν είναι αυτή, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κουβέντα γιατί λίγο ή πολύ, και εμείς την φτιάξαμε. Αύριο ας την κοιτάξουν τα παιδιά μας και οι ερχόμενες γενιές, κι ας πούνε ότι θέλουνε για μας. Δίκιο θα ‘χουν. Μόνο ένα πράγμα μην ξεχάσουνε ποτέ. Το δέντρο ποτίζεται από τη ρίζα. Κι αν το αστοχήσουνε θα είναι πάντα εκεί να τους το θυμίζει….. «Η λίμνη, η ναζλού και η παιχνιδιάρα και ζηλιάρα και μουσκλομούτρω[34] κάπου κάπου, λαμποκοπάει μεσ’ τα χυτά διαμαντάκια της, ενώ τα αρχαϊκα λιμνοκάϊκα άφτερους φορτωμένα αγγέλους ήρεμα γλυστρούν στα αλαφροδίπλωτα κύματά της. Και η καντάδες πααίνουν και δίνουν και γλυκειά αρμονία αρπάζεται από της αγκαλιές του βουνού και γλυκοφιλάει και γλυκαντιλαλάει και τέρπει ουράνια την μελωνανούριστη αίσθησι της ακοής»[35]
Νίκος Μπαλιάκας
(Για το χαμόγελο της μητέρας μου Ιωάννας
και το πάντζο του παππού μου Νίκου)
[1] (σ.σ.) στην ερμηνεία των λέξεων στο τοπικό ιδίωμα που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση χρησιμοποιήθηκε συμπληρωματικά κυρίως η έκδοση Σαχίνης Δ. Απόστολος, Το Καστοριανό Γλωσσάρι, εκδ. Καστοριανή Εστία, Καστοριά 1996
[2] Ιφιγένεια Διδασκάλου, «Το Δημοτικό Τραγούδι της Καστοριάς», Μακεδονική Εστία, Αθήνα 1963, σελ. 11
[3] γκάλια = τοπική ονομασία της καλιακούδας, της κάργιας
[4] στούρκος = ο πελαργός
[5] σταματωτάς = ο γουνεργάτης που κάρφωνε τεντώνοντάς (σταμάτωνε) τα, σε μεγάλες ξύλινες παλαιότερα τάβλες, τα συρραμμένα αποκόμματα γούνας ή τα γουνοφόρα δέρματα προκειμένου να μεγαλώσει το μέγεθός τους,
[6](σ.σ.) Τα χάλκινα πνευστά μουσικά όργανα όπως αποκαλούνται στην Καστοριά, και ιδιαίτερα την περίοδο των Ραγκουτσαριών (το Καστοριανό καρναβάλι στις 6,7 και 8 Ιανουαρίου). Με αυτή την ονομασία αναφέρονται και σε σχόλια εφημερίδων (1926) του μεσοπολέμου.
[7] μπάκακας = ο βάτραχος
[8] πάλ(γ)ιαγκας = είδος αράχνης με μικροσκοπικό σώμα και δυσανάλογα μεγάλα πόδια ή και γενικά οι αράχνες
[9] Πρεσπάρης = ο ΒΒΔ άνεμος που έρχεται από την κατεύθυνση της Πρέσπας
[10] ματσ(ι)αρόκος = ο γάτος
[11] μπούμπανος = μαύρο ιπτάμενο έντομο που μοιάζει με μεγάλη μέλισσα και έχει άσπρη μύτη, αλλά και γενικά τα μεγάλα έντομα (π.χ. χρυσόμυγα), κυρίως τα ιπτάμενα που κάνουν θόρυβο στο πέταγμά τους
[12] τσινάρι = το πλατάνι
[13] Καλοχτένης = η δυτική αύρα τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Ο δυτικός άνεμος, ο Γραμμουστινός (από τον Γράμμο).
[14] καρόφυλλο, καρουφύλλι = τα γαρύφαλλο
[15] βήσσαλο = κεραμική δομική ή διακοσμητική ύλη εμφανής στην τοιχοποιία των βυζαντινών χριστιανικών ναών οι οποίοι βρίθουν στον οικοδομικό ιστό της πόλης
[16] σαρμάδες = «γιαμπράκια» (λαχανοντολμάδες), με χοιρινό κιμά και περιτύλιγμα από λάχανο σε άλμη (αρμιά)
[17] μπαμπάτσκες = εύρωστες, εύσωμες
[18] μπιλίτσκες = είδος μικρού τοπικού λουκάνικου
[19] αρμιόπιτα = είδος τοπικής πίτας με γέμιση από λάχανο στην άλμη (αρμιά)
[20] μακάλο = τοπικός νοστιμότατος χυλός ή σάλτσα (κουρκούτι) φτιαγμένος από νερό, αλεύρι, σκόρδο,
ντοματοπελτέ και τηγανισμένο λίπος ή λάδι, που συνοδεύει κυρίως τηγανητά πιάτα με κεφτέδες ή ψάρια της λίμνης – παλαιότερη ονομασία «τσιτσιρβίγνο», Ορέστης Μακεδνός, Καστοριανά Έθιμα – Δουδούλκες, Εφημ. «Καστοριά», τ. 68, 25/5/1924, σελ.3
[21] γκαϊγκανά (έ)ς = τηγανητός χυλός με αυγά τυρί, βούτυρο και ενίοτε με λουκάνικα ή και άλλα υλικά
[22] καυκόπουλο = το χαμηλό ποτήρι
[23] γκούρλωμα = το πνίξιμο από λαίμαργη κατάποση, εδώ πίνονται λαίμαργα
[24] γκού(ρ)σμανος = ο λάρυγγας, ο λαιμός
[25] ούλτσα = ο στενός δρόμος, το σοκάκι
[26] κατασταλαή = το νερό που έπαιρναν οι Καστοριανοί από τα αγγεία (πιθάρια) όπου βάζανε το νερό
της λίμνης να κατασταλάξουν τα διάφορα σωματίδια και υλικά (μπατάκια) και μετά να το πιούνε.
[27] βάχτη = ο καύσωνας, η κουφόβραση
[28] τσιε(α)ράκια = οι μαθητευόμενοι γουνεργάτες της εποχής, οι βοηθοί
[29] σταματούρα = βλ. σταματωτάς
[30] ληχτερικό = ηλεκτρικό
[31] χορδάς = τα αποκόμματα, κομματάκια γούνας, τα οποία με περισσή τέχνη και τεχνική ράβανε μεταξύ τους και στο τέλος ολοκληρώνονταν σε προϊόν γουναρικής (παλτό, ζακέτα, κλπ)
[32] (σ.σ.) αναφορά στην ανταλλαγή των πληθυσμών το 1925 όταν εξέλειπε το μουσουλμανικό στοιχείο, και το 1943 όταν εξέλειπε το αντίστοιχο Εβραϊκό με το ναζιστικό Ολοκαύτωμα.
[33] μπουμπούνες = οι μεγάλες φωτιές που ανάβονται στις πλατείες και τις αυλές της Καστοριάς την Κυριακή της Αποκριάς.
[34] μουσκλομούτρω = μουτρωμένη, δύσθυμη
[35] Ορέστης Μακεδνός (ψευδ.), Λαογραφία – Παληά Πρωτομαγιά, Εφημ. «Καστοριά», τ. 66, 11/5/1924, σελ.1. Η ορθογραφία του κειμένου διατηρήθηκε ως έχει στην έντυπη έκδοση.
[…] https://myhsis.gr […]
[…] myhsis.gr via dinfo.gr […]